crimper$17670$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

crimper$17670$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Crimping; Crimper; Crimped; Crimp (disambiguation)

crimper      
n. τσακίζων, σγουρώνων

Ορισμός

crimper
¦ noun
1. a person or thing that crimps.
2. informal a hairdresser.

Βικιπαίδεια

Crimp

Crimp or crimping may refer to:

  • Crimp (climbing), a small hold with little surface area
  • Crimp (gambling), a bent corner of a card to facilitate cheating
  • Crimp (joining), a deformity in metal used to make a join
  • Crimp (recruitment) or shanghaiing, to shanghai or conscript men as sailors
  • A style of song in the British comedy series The Mighty Boosh
  • Crimp (wool), the number of bends per unit of length
  • Crimp (electrical), a type of solderless connection
  • Crimping pliers, tools for squeezing things together
  • Grain crimping, an organic way to preserve feed grain
  • Hair crimping, a method of styling hair
  • Staple remover, also known as a "crimper"
  • Crimp, Cornwall, a hamlet in England, United Kingdom
  • Douglas Crimp (1944-2019), American writer, curator, and art historian
  • Martin Crimp (born 1956), British playwright